- σκληρόθριξ
- -τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. σκληρότριχος, -ον, Α1. (για ζώα) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σκληρά μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + θρίξ, τριχός (πρβλ. μελανό-θριξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληρότριχα — σκλήροθριξ with hard masc acc sg σκληρότριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότριχες — σκλήροθριξ with hard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκληρότριχος — ον, Α βλ. σκληρόθριξ … Dictionary of Greek